λατρεύσει

λατρεύσει
λάτρευσις
servitude
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
λατρεύσεϊ , λάτρευσις
servitude
fem dat sg (epic)
λάτρευσις
servitude
fem dat sg (attic ionic)
λατρεύω
work for hire
aor subj act 3rd sg (epic)
λατρεύω
work for hire
fut ind mid 2nd sg
λατρεύω
work for hire
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διωγμοί — Το σύνολο των πράξεων βίας που γίνονται με σκοπό να εκμηδενίσουν ένα πολιτικό ή θρησκευτικό κίνημα, να μειώσουν ή και να εξοντώσουν μία εθνική μειονότητα, όπως για παράδειγμα οι δ. των Αρμενίων (από τους Τούρκους) και των Εβραίων (από τον Χίτλερ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”